-
1 διαμιστυλλω
-
2 διαμιστύλλω
A cut up piecemeal, Hdt.1.132.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμιστύλλω
-
3 διαμιστύλλω
-
4 διαμιστύλας
διαμιστύ̱λᾱς, διαμιστύλλωcut up piecemeal: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
διαμιστύλλω — (Α) [μιστύλλω] κόβω σε κομμάτια … Dictionary of Greek
διαμιστύλας — διαμιστύ̱λᾱς , διαμιστύλλω cut up piecemeal aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)