-
1 διαμιμνῄσκομαι
A keep in memory, X. Mem.1.4.13, D.H.4.9.II make mention of, Ph.1.509, Lyd. Mag.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμιμνῄσκομαι
-
2 διαμέμνησθε
διαμιμνήσκομαιperf imperat mp 2nd plδιαμιμνήσκομαιperf ind mp 2nd plδιαμιμνήσκομαιplup ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
3 διαμεμνήμεθα
διαμιμνήσκομαιperf ind mp 1st plδιαμιμνήσκομαιplup ind mp 1st pl (homeric ionic) -
4 διαμέμνησο
διαμιμνήσκομαιperf imperat mp 2nd sgδιαμιμνήσκομαιplup ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
5 διαμεμνημένοι
διαμιμνήσκομαιperf part mp masc nom /voc pl -
6 διαμεμνημένος
διαμιμνήσκομαιperf part mp masc nom sg -
7 διαμεμνήσεται
διαμιμνήσκομαιfutperf ind mp 3rd sg -
8 διαμεμνήσθω
διαμιμνήσκομαιperf imperat mp 3rd sg -
9 διαμεμνήσομαι
διαμιμνήσκομαιfutperf ind mp 1st sg -
10 διαμεμνήσονται
διαμιμνήσκομαιfutperf ind mp 3rd pl -
11 διαμέμνημαι
διαμιμνήσκομαιperf ind mp 1st sg -
12 διαμέμνηνται
διαμιμνήσκομαιperf ind mp 3rd pl -
13 διαμέμνησαι
διαμιμνήσκομαιperf ind mp 2nd sg -
14 διαμέμνηται
διαμιμνήσκομαιperf ind mp 3rd sg -
15 διεμέμνηντο
διαμιμνήσκομαιplup ind mp 3rd pl -
16 διεμέμνητο
διαμιμνήσκομαιplup ind mp 3rd sg -
17 διαμεμνήση
-
18 διαμεμνήσῃ
-
19 διαμεμνάσθαι
-
20 διαμεμνᾶσθαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαμιμνήσκομαι — (Α) 1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου 2. μνημονεύω, αναφέρω … Dictionary of Greek
διαμέμνησθε — διαμιμνήσκομαι perf imperat mp 2nd pl διαμιμνήσκομαι perf ind mp 2nd pl διαμιμνήσκομαι plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνήμεθα — διαμιμνήσκομαι perf ind mp 1st pl διαμιμνήσκομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνήσῃ — διαμιμνήσκομαι futperf ind mp 2nd sg διαμιμνήσκομαι futperf ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέμνησο — διαμιμνήσκομαι perf imperat mp 2nd sg διαμιμνήσκομαι plup ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνημένοι — διαμιμνήσκομαι perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνημένος — διαμιμνήσκομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνᾶσθαι — διαμιμνήσκομαι perf inf mp (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνῆσθαι — διαμιμνήσκομαι perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνήσεται — διαμιμνήσκομαι futperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμνήσθω — διαμιμνήσκομαι perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)