-
1 διαμηκισθώσιν
-
2 διαμηκισθῶσιν
См. также в других словарях:
διαμηκισθῶσιν — διαμηκίζω to be in direct opposition aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διαμηκισθώσιν
2 διαμηκισθῶσιν
διαμηκισθῶσιν — διαμηκίζω to be in direct opposition aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)