-
1 διαμερισμος
ὅ1) раздел, распределение2) раскол(οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ δ. NT.)
-
2 διαμερισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμερισμός
-
3 διαμερισμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμερισμός
-
4 διαμερισμός
ο1) деление на части; 2) распределение; раздел -
5 διαμερισμός
1. распределение, раздел; 2. разделение, раскол.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαμερισμός
-
6 1267
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1267
См. также в других словарях:
διαμερισμός — division masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμερισμός — ο (AM διαμερισμός) [διαμερίζω] κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός αρχ. ασυμφωνία, έχθρα … Dictionary of Greek
διαμερισμοί — διαμερισμός division masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμερισμοῦ — διαμερισμός division masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμερισμῶν — διαμερισμός division masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμερισμῷ — διαμερισμός division masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμερισμόν — διαμερισμός division masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek
κατανομή — η (Α κατανομή) [κατανέμω] νεοελλ. το μοίρασμα, ο διαμερισμός («δίκαιη κατανομή τού εθνικού προϊόντος») αρχ. η νομή, η βοσκή … Dictionary of Greek
ρεπαρτιμιέντο — το, Ν σύστημα μέσω τού οποίου το ισπανικό Στέμμα επέτρεπε σε αποίκους τής ισπανικής Αμερικής να στρατολογούν με τη βία Ινδιάνους εργάτες, αλλ. μίτα ή κουατεκίλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. repartimiento «διαμερισμός, διανομή»] … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek