Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαμαρτία

См. также в других словарях:

  • διαμαρτία — διαμαρτίᾱ , διαμαρτία total mistake fem nom/voc/acc dual διαμαρτίᾱ , διαμαρτία total mistake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτίᾳ — διαμαρτίαι , διαμαρτία total mistake fem nom/voc pl διαμαρτίᾱͅ , διαμαρτία total mistake fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτία — η (Α διαμαρτία) [διαμαρτάνω] ανώμαλη διάπλαση μέλους ή οργάνου νεογνού στην ενδομήτρια ζωή αρχ. 1. αποτυχία, σφάλμα 2. λαθεμένος υπολογισμός χρονικής περιόδου …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτίας — διαμαρτίᾱς , διαμαρτία total mistake fem acc pl διαμαρτίᾱς , διαμαρτία total mistake fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτίαι — διαμαρτία total mistake fem nom/voc pl διαμαρτίᾱͅ , διαμαρτία total mistake fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτίαν — διαμαρτίᾱν , διαμαρτία total mistake fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαρτίαις — διαμαρτία total mistake fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • δικεφαλία — η διαμαρτία στη διάπλαση κατά την οποία υπάρχουν δύο κεφάλια σε ένα σώμα …   Dictionary of Greek

  • ημιμελία — η ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που χαρακτηρίζεται από απουσία ή ατελή ανάπτυξη τού περιφερειακού τμήματος ενός ή περισσότερων άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemimelia < hemi (πρβλ. ημι ) + melia (πρβλ. μέλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»