-
1 διαμαρτυρία
διαμαρτυρίᾱ, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem nom /voc /acc dualδιαμαρτυρίᾱ, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————διαμαρτυρίαι, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem nom /voc plδιαμαρτυρίᾱͅ, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 διαμαρτυρίᾳ
Βλ. λ. διαμαρτυρία -
3 διαμαρτυρία
-ας ἡ N 1 1-0-0-0-1=2 Gn 43,3; 4 Mc 16,16testifying, testimony -
4 διαμαρτυρία
A obstructive plea, put forward at the preliminary investigation to prevent a case from coming to trial, D.44.58, Is.3.5, Harp.;καθάπερ διαμαρτυρίαν θέμενος Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvii21
.II generally, testifying, solemn protest,τοῦ ἔθνους LXX 4 Ma.16.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαρτυρία
-
5 διαμαρτυρία
protestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαμαρτυρία
-
6 διαμαρτυρίας
διαμαρτυρίᾱς, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem acc plδιαμαρτυρίᾱς, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 διαμαρτυρίαι
διαμαρτυρίαobstructive plea: fem nom /voc plδιαμαρτυρίᾱͅ, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 διαμαρτυρίαν
διαμαρτυρίᾱν, διαμαρτυρίαobstructive plea: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 διαμαρτυρίαις
διαμαρτυρίαobstructive plea: fem dat pl -
10 διαμαρτυρέω
2 c. inf., affirm by a διαμαρτυπία that..,δ. μὴ ἐπίδικον.. τὸν κλῆρον εἶναι Is.3.3
, cf. D.44.48:—[voice] Pass., [tense] aor. διεμαρτυρήθην, to be affirmed in a διαμαρτυρία to be so and so,διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι Lys.23.13
, cf. Is.3.5;τὰ διαμαρτυρηθέντα Isoc.18.15
.3 [voice] Med., testify against,τὰ πραττόμενα J.AJ9.8.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαρτυρέω
-
11 διαμαρτυριών
-
12 διαμαρτυριῶν
-
13 παρακαταβάλλω
A throw down beside, παρακάββαλον [[dialect] Ep. forπαρακατέβαλον] ἄσπετον ὕλην Il.23.127
; ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν he put a waistband on him, ib. 683.II make a claim to property together with a deposit ([etym.] παρακαταβολή) to be forfeited in case of failure, IG5(2).357.58 ([place name] Stymphalus), Foed.Delph.Pell.4A7; esp. at Athens,1 in a διαδικασία κλήρου, of a claimant by descent, will, etc., as against collateral heirs, , cf. 43.5; ἑαυτῷ κατὰ δόσιν π. ls.4.10, cf. Poll.8.32, Harp. and Suid. s.v. παρακαταβολὴ καὶ παρακαταβάλλειν.3 of one who claims property as his own which has been confiscated to the state, Harp., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταβάλλω
-
14 ἐπισκήπτω
Aἐπέσκηφα D.L.1.117
:— make to lean upon, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων made it fall upon him, A.Pers. 740(troch.); ἐ. χάριν τινί impose it upon, S.Aj. 566.2. intr., fall upon, like lightning, πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν it came to this point, A.Eu. 482; νόσος ἐπέσκηψεν πολλή (v.l. ἐν-) Plu.Thes.15; ᾧἂν ἔρως ἐπισκήψῃ Id.2.767d
, cf. 701c;αὐτῷ ὁ θάνατος Philum.Ven.31.3
.II. lay it upon one to do a thing, c. dat. pers. et inf., μοῖρ' ἐπέσκηψεΠέρσαις πολέμους διέπειν A.Pers. 103
(lyr.), cf.S.OT 252: folld. by imper., ib. 1446: less freq. c.acc. et inf., E.Alc. 365; τοῖσι πλησιοχώροισιἐ. κελεύοντας προπέμπειν Hdt.4.33
: inf. can freq. be supplied, τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω (sc. ποιεῖν ) thus much I command thee to do, S.Tr. 1221; so : pers. is freq. omitted, ἐ. (sc. ὑμῖν)τὸν.. φόνον ἐκπρήξασθαι Hdt.7.158
; βάξιςἐπισκήπτουσα.. ἔξω δόμων.. ὠθεῖν ἐμέ A.Pr. 664
; ἐπέσκηψε.. εἶρξαι , cf. Antipho 1.1; alsoἐ. περί τινος E.IT 1077
.2. esp. conjure a person to do a thing, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω.. μὴ περιιδεῖν Hdt.3.65;τινὶ πρὸς τῶν θεῶν And.1.32
; κλαίοντας, ίκετεύοντας.. έπισκήπτονταςμηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157
, cf. Th.2.73, etc.; of the curses or orders of dying persons, μέμνησθε τὰἐπέσκηψε Πέρσῃσι.., μὴ πειρωμένοισι Hdt.3.73
, cf. Lys.13.92, D.28.15, 36.32.3. γᾷ ἐπισκήπτων χέρα resting hand on earth, i.e. calling earth to witness, B.7.41: abs.,γᾷ -σκήπτων πιφαύσκω Id.5.42
.III. as [dialect] Att. law-term, generally in [voice] Med., denounce a person, so as to begin a prosecution for perjury (cf.ἐπίσκηψις 11
), διεμαρτύρησε οὑτοσί.. · ἐπισκηψαμένων δ' ἡμῶν.. ἡ.. δίκη τῶν ψευδομαρτυριῶν εἰσῄει, i.e.a διαμαρτυρία was entered..: we replied by an ἐπίσκηψις.. , and the action for false witness was brought on, Is.5.17; in full,ἐ. τινὶ ψευδομαρτυριῶν D.29.7
; ᾗ (sc. τῇ θεῷ) οὐδὲ ψ. θέμις ἐστὶν ἐ. Aeschin.1.130;ἐ. ταῖς μαρτυρίαις D.47.1
, cf. Is.3.11; ἐ. [τῇ μαρτυρίᾳ] ὡς ψευδεῖ οὔσῃ denounce it as false, Din.1.52:—also in [voice] Act., Pl.Tht. 145ccodd., Jul. Or.6.186b:—hence [voice] Pass., : generally, πρὸς τῆς θανούσης.. ἐπεσκήπτου wast denounced, accused, S.Ant. 1313:—so in [voice] Act., blame,τινί Jul.Or.7.239a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκήπτω
-
15 ἐπίσκηψις
II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, esp. in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.),τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51
; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol. 1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ἐ., D.47.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσκηψις
См. также в других словарях:
διαμαρτυρία — διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc/acc dual διαμαρτυρίᾱ , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίᾳ — διαμαρτυρίαι , διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρία — Η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, ανατίθεσης ή παράπονου για ενέργειες ή παλείψεις βλαπτικές. (Νομ.) Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η εκδήλωση ενός ενδιαφερομένου, η οποία οφείλεται συχνά στη δημιουργία ή αλλοίωση μιας έννομης σχέσης, όπως, για… … Dictionary of Greek
διαμαρτυρία — η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, άρνησης, αντίθεσης και παράπονου: Υπήρξε έντονη διαμαρτυρία για τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρίας — διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc pl διαμαρτυρίᾱς , διαμαρτυρία obstructive plea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαι — διαμαρτυρία obstructive plea fem nom/voc pl διαμαρτυρίᾱͅ , διαμαρτυρία obstructive plea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Диамартирия — • Διαμαρτυρία, род протеста против законности начатия тйжбы, который заявлялся посредством показаний свидетелей; когда же ответчик сам лично оспаривал право на поднятие дела, то это называлось παραγραφή. Наиболее известна Д.,… … Реальный словарь классических древностей
διαμαρτυρίαν — διαμαρτυρίᾱν , διαμαρτυρία obstructive plea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυριῶν — διαμαρτυρία obstructive plea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρίαις — διαμαρτυρία obstructive plea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей