-
1 διαμένω
[диамено] р. оставатьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαμένω
-
2 жить
жить ζω κατοικώ, μένω, διαμένω (проживать) я живу в Москве ζω στη Μόσχα где вы живёте? πού μένετε; я живу на улице Горького μένω στην οδό Γκόρκι* * *ζω; κατοικώ, μένω, διαμένω ( проживать)я живу́ в Москве́ — ζω στη Μόσχα
я живу́ на у́лице Го́рького — μένω στην οδό Γκόρκι
-
3 пробыть
пробыть διαμένω· я пробыл там несколько часов ήμουνα εκεί μερικές ώρες* * *я про́был там не́сколько часо́в — ήμουνα εκεί μερικές ώρες
-
4 проживать
-
5 гостить
гоститьнесоз. βρίσκομαι (или μένω) κάπου σἄν μουσαφίρης (или φιλοξενούμενος), φιλοξενούμαι, διαμένω. -
6 жить
житьнесов ζῶ / διαμένω, κατοικώ (обитать):\жить зажиточно (скромно) ζω πλούσια (λιτά)1 \жить весело καλοπερνὤ \жить надеждой ζῶ μέ τήν ἐλπίδα· \жить в Москве ζῶ στή Μόσχα· \жить в деревне μένω στό χωριό· где вы живете? ποῦ μένετε;· я живу́ на пятом этаже μένω στό τέταρτο πάτωμα· ◊ жил-был (из сказки) μιά φορά κι ἕνα καιρό· \жить чужим умом δέν ἔχω δικιά μου γνώμη· \жить на широкую ногу ζῶ πλουσιοπάροχα· \жить припеваючи περνώ ζωή καί κότα, περνῶ ζωή χαρισάμενη· приказал долго \жить μᾶς ἀφησε χρόνους. -
7 квартировать
квартир||ова́тьнесов κατοικώ, διαμένω, ἐγκα-θίσταμαι / воен. στρατωνίζομαι, διασταθ-μεύω. -
8 пожить
пожи́||тьсов1. ζωακ любитель весело \пожить αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν καλοζωία· \пожить в свое удовольствие разг καλοπερνώ*.2. (где-л.) μένω, διαμένω, κατοικώ:\пожитьви́ у меня иемио́го μείνε σέ μένα λίγο καιρό· ◊ \пожитьвем \пожить уви́дим! погов. ὁ καιρός θά δείξει, ὑγεία νἄχουμε καί βλέπουμε. -
9 помещаться
помеща||ться1. (находиться) εὐρίσκομαι, διαμένω, ἐγ-καθίσταμαι / κατοικώ (жить):парикмахерская \помещатьсяется в этом доме τό κουρείο βρίσκεται σ· αὐτό τό σπίτι·2. (вмещаться) χωρώ. -
10 пребывание
пребываниес ἡ διαμονή:место постоянного \пребываниения ἡ μόνιμη διαμονή, ἡ ἔδρα \пребываниеть несов1. (быть, находиться где-л.) διαμένω, εὐρίσκομαι, κατοικώ·2. (в каком-л. состоянии):\пребываниеть в неведении ἀγνοώ, παραμένω ἐν ἀγνοία· \пребываниеть в унынии μελαγχολώ. -
11 пробыть
пробытьсов διαμένω, μένω ὠρισμένο χρόνο / ζῶ (прожить). -
12 проживать
проживатьнесов1. (где-л.) κατοικώ, διαμένω·2. (деньги и т. п.) δαπανώ, (ἐ)ξοδεύω/ τρώγω (проедать)· \проживаться разг τρώγω τά λεφτά μου. -
13 жить
[ζυτ*] ρ. ζω, διαμένω -
14 жить
[ζυτ'] ρ ζω, διαμένω -
15 витать
ρ.δ.1. (παλ.) διαμένω, ζω•витать в городе ζω στην πόλη•
витать в облаках (μτφ.) ζω στα σύννεφα (ξεκομμένος απ’ τη ζωή, την πραγματικότητα).
2. είμαι, βρίσκομαι-• περιφέρομαι, στριφογυρίζω• επικρέμαμαι•смерть -ет над больным ο θάνατος, (ο χάρος) περιμένει τον άρρωστο.
εκφρ.витать между небом и землей – ζω στους αιθέρες (μακριά από την πραγματικότητα). -
16 выжить
-живу, -живешь, ρ.σ.1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.2. διαμένω, ζω, κατοικώ•он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.
3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•
выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.
4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.5. διώχνω από το σπίτι.εκφρ.выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα. -
17 деть
дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•
он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.
2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.εκφρ.деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•
куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•
куда он 'теперь -ется? που θα πάει (ή θα κρυφτεί) τώρα;
2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω. -
18 жительствовать
-ствую, -ствуешь, ρ.δ. παλ. διαμένω, διαβιώ, ζω. -
19 жить
живу, живешь; παρλθ. χρ. жил-ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);επιρ. μτχ. живяκ. (απλ.) живучиρ.δ.1. ζω, βιώ•я живу только для вас ζω μόνο για σας•
цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•
мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.
2. κατοικώ, διαμένω, μένω•он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•
отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.
3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.
4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•он вивет богато αυτός ζει πλούσια•
жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•
жить зажиточно ευπορώ•
жить барином ζω αρχοντικά•
жить честно ζω τίμια•
жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.
5. συζώ, συμβιώ.6. έχω ερωτικές σχέσεις•она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.
εκφρ.мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•жить надеждой – ζω με την ελπίδα•жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.ζω, διαβιώ (για συνθήκες). -
20 набережная
-ой θ. προκυμαία, μουράγιο. || η παραλία•жить на -ой ζω (διαμένω) στην παραλία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαμένω — διαμένω, διέμεινα βλ. πίν. 178 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμενῶ — διαμένω continue fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένω — διᾱμένω , διάζομαι set the warp in the loom fut part mp masc/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διᾱμένω , διάζομαι set the warp in the loom fut part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) διαμένω continue pres subj act 1st sg διαμένω continue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένω — (AM διαμένω) κατοικώ, μένω κάπου για ένα διάστημα, ενδιατρίβω αρχ. (για καταστάσεις και ιδιότητες) παραμένω 2. (για χρώματα) διαρκώ 3. επιμένω («διαμένει ἐν ἑαυτῷ» επιμένει στον ίδιο σκοπό) 4. τηρώ τη θέση μου 5. ζω 6. υπομένω 7. εξακολουθώ … Dictionary of Greek
διαμένω — διέμεινα, κατοικώ, μένω κάπου: Όλο το καλοκαίρι διαμένει στην εξοχική του κατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμένετε — διαμένω continue pres imperat act 2nd pl διαμένω continue pres ind act 2nd pl διαμένω continue imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμένῃ — διαμένω continue pres subj mp 2nd sg διαμένω continue pres ind mp 2nd sg διαμένω continue pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεινάντων — διαμένω continue aor part act masc/neut gen pl διαμένω continue aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμενηκότα — διαμένω continue perf part act neut nom/voc/acc pl διαμένω continue perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμένηκε — διαμένω continue perf imperat act 2nd sg διαμένω continue perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμένηκεν — διαμένω continue perf ind act 3rd sg διαμένω continue plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)