Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαλύω

  • 61 разнимать

    [ραζνιμάτ'] ρ λύνω, διαλύω

    Русско-эллинский словарь > разнимать

  • 62 распускать

    [ρασπουσκάτ'] ρ διαλύω

    Русско-эллинский словарь > распускать

  • 63 растворять

    [ραστβαργιάτ"] ρ διαλύω

    Русско-эллинский словарь > растворять

  • 64 растопка

    [ραστόπκα] ουσ θ άναμμα
    διαλύω

    Русско-эллинский словарь > растопка

  • 65 расформировывать

    [ρασφαρμιρόβυβατ'] ρ διαλύω

    Русско-эллинский словарь > расформировывать

  • 66 брак

    α.
    γάμος• παντριά•

    церковный θρησκευτικός γάμος•

    гражданский брак πολιτικός γάμος•

    законный брак νόμιμος γάμος•

    брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•

    неравный брак ανισογαμία•

    фиктивный брак λευκός γάμος•

    вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•

    состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    α.
    το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).

    Большой русско-греческий словарь > брак

  • 67 демонтировать

    -рую, -руешь, ρ.δ. к.σ.μ. (τεχ.) λύνω, αποσυνδέω, αποσυνθέτω, διαλύω αρμολογημένο μηχανισμό.
    λύνομαι, αποσυνδέομαι, αποσυνθέτομαι σε μέρη.

    Большой русско-греческий словарь > демонтировать

  • 68 мылить

    ρ.δ.μ.
    1. σαπουνίζω•

    мылить бель, руки σαπουνίζω τα ρούχα, τα χέρια.

    2. διαλύω σαπούνι•

    мылить воду κάνω σαπουνάδα.

    1. σαπουνίζομαι.
    2. αφρίζω, βγάζω σαπουνάδα•

    мыло плохо -ится το σαπούνι δε βγάζει καλά σαπουνάδα.

    Большой русско-греческий словарь > мылить

  • 69 натопить

    -оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•

    натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•

    натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.

    καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).
    1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•

    натопить воску λιώνω πολύ κηρί•

    натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.

    2. διαλύω• ετοιμάζω•

    натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).

    λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•

    из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.

    Большой русско-греческий словарь > натопить

  • 70 порешить

    ρ.σ.μ.
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση.
    2. (απλ.) αποτελειώνω, θανατώνω.
    3. καταστρέφω καταργώ διαλύω.
    αποφασίζω.

    Большой русско-греческий словарь > порешить

  • 71 порошок

    -шка α. σκόνη, πούδρα• ταλκτ•

    зубной порошок οδοντόσκονη.

    || σκονάκι (φάρμακο).
    εκφρ.
    стереть (растереть, истереть) в порошок – κάνω σκόνη, κονιορτοποιώ, καταστρέφω, διαλύω.

    Большой русско-греческий словарь > порошок

  • 72 прикрыть

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•

    прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.

    2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•

    прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•

    прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.

    3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.
    4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•

    прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.

    5. κλείνω, διαλύω•

    прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.

    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•

    он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.

    3. μισοκλείνομαι.
    4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•

    магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > прикрыть

  • 73 развалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•

    развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.

    1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.
    3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά.

    Большой русско-греческий словарь > развалить

  • 74 развенчать

    ρ.σ.
    1. μειώνω, αμαυρώνω την αίγλη, τη δόξα.
    2. διαλύω το θρησκευτικό γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο εκθρονίζω, αφαιρώ το στέμμα.

    Большой русско-греческий словарь > развенчать

  • 75 развенчивать

    ρ.δ.
    βλ. развенчать.
    χάνω την αίγλη, τη δόξα, το φωτοστέφανο. || χωρίζω, διαλύω το γάμο μου, παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > развенчивать

  • 76 разженить

    -женю, -женишь
    ρ.σ.μ. (απλ.)• χωρίζω αντρόγυνο.
    (απλ.) χωρίζω, διαλύω το γάμο.

    Большой русско-греческий словарь > разженить

  • 77 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 78 размешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размешанный, βρ: -шан, -а, -с
    διαλύω ανακατώνοντας•

    размешать сахар в чае ανακατώνω τη ζάχαρη στο τσάι.

    ανακατώνομαι, διαλύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размешать

  • 79 разнять

    -ниму, -нимешь, παρλθ. χρ. разнял, -ла, -ло κ. рознял, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнятый, βρ: разнят
    -а, -о κ. παλ. рознят
    ρ.σ.μ.
    1. (ξε)χωρίζω, αποχωρίζω• ανοίγω• αποσπώ•

    разнять сжатые руки ξεσφίγγω τα χέρια,

    2. χωρίζω (τους καβγατζήδες).
    3. λύνω, διαλύω, ζεμοντέρω, διαμελίζω, εξαρμόζω, αποσυνδέω• ξηλώνω•

    разнять станок для ремонта λύνω την εργατομηχανή για επισκευή.

    4. (παλ.) ετοιμάζω για έρευνα (επιστημονική).
    (ξε)χωρίζομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разнять

  • 80 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

См. также в других словарях:

  • διαλύω — loose one from another pres subj act 1st sg (epic) διαλύω loose one from another pres ind act 1st sg (epic) διαλύ̱ω , διαλύω loose one from another pres subj act 1st sg διαλύ̱ω , διαλύω loose one from another pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύω — διαλύω, διέλυσα (σπάν. διάλυσα) βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: διαλύω : στο λόγο μη μορφωμένων ατόμων απαντάται και ο τύπος του ενεστώτα διαλάω (κατά το αγαπάω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • διαλύῃ — διαλύω loose one from another aor subj pass 2nd sg (epic) διαλύω loose one from another pres subj mp 2nd sg (epic) διαλύω loose one from another pres ind mp 2nd sg (epic) διαλύω loose one from another pres subj act 3rd sg (epic) διαλύ̱ῃ , διαλύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύεσθε — διαλύω loose one from another pres imperat mp 2nd pl (epic) διαλύω loose one from another pres ind mp 2nd pl (epic) διαλύ̱εσθε , διαλύω loose one from another pres imperat mp 2nd pl διαλύ̱εσθε , διαλύω loose one from another pres ind mp 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύετε — διαλύω loose one from another pres imperat act 2nd pl (epic) διαλύω loose one from another pres ind act 2nd pl (epic) διαλύ̱ετε , διαλύω loose one from another pres imperat act 2nd pl διαλύ̱ετε , διαλύω loose one from another pres ind act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυομένων — διαλύω loose one from another pres part mp fem gen pl (epic) διαλύω loose one from another pres part mp masc/neut gen pl (epic) διαλῡομένων , διαλύω loose one from another pres part mp fem gen pl διαλῡομένων , διαλύω loose one from another pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυόμεθα — διαλύω loose one from another pres ind mp 1st pl (epic) διαλῡόμεθα , διαλύω loose one from another pres ind mp 1st pl διαλύω loose one from another imperf ind mp 1st pl (epic) διαλῡόμεθα , διαλύω loose one from another imperf ind mp 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυόμενον — διαλύω loose one from another pres part mp masc acc sg (epic) διαλύω loose one from another pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) διαλῡόμενον , διαλύω loose one from another pres part mp masc acc sg διαλῡόμενον , διαλύω loose one from another …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλυόντων — διαλύω loose one from another pres part act masc/neut gen pl (epic) διαλύω loose one from another pres imperat act 3rd pl (epic) διαλῡόντων , διαλύω loose one from another pres part act masc/neut gen pl διαλῡόντων , διαλύω loose one from… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»