Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαλογή

См. также в других словарях:

  • διαλογῇ — διαλογή estimate fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογή — estimate fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαλογή — η 1. το ξεχώρισμα, η επιλογή, το ξεδιάλεγμα των καλύτερων ή προτιμότερων στοιχείων συνόλου: Στα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων υπάρχουν μηχανήματα διαλογής. 2. η καταμέτρηση ψήφων: Η διαλογή των ψήφων μετά τις εκλογές γίνεται κατά περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλογαί — διαλογή estimate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογῆς — διαλογή estimate fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλογήν — διαλογή estimate fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • αδιάλεκτος — και χτος και γος, η, ο [διαλέγω] (κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα) 1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς» 2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος …   Dictionary of Greek

  • αποδιάλεγμα — το 1. η διαλογή 2. αυτό που απομένει μετά τη διαλογή, το αποδιαλεγούδι …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»