-
1 διαλογη
-
2 διαλογή
η1) выбор, отбор, подбор; разборка, сортировка; 2):διαλογή ψήφων — подсчёт голосов (при голосовании)
-
3 διαλογή
[дьялоги] ουσ θ разборка, сортировка.
См. также в других словарях:
διαλογῇ — διαλογή estimate fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογή — estimate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… … Dictionary of Greek
διαλογή — η 1. το ξεχώρισμα, η επιλογή, το ξεδιάλεγμα των καλύτερων ή προτιμότερων στοιχείων συνόλου: Στα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων υπάρχουν μηχανήματα διαλογής. 2. η καταμέτρηση ψήφων: Η διαλογή των ψήφων μετά τις εκλογές γίνεται κατά περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογαί — διαλογή estimate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογῆς — διαλογή estimate fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογήν — διαλογή estimate fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
αδιάλεκτος — και χτος και γος, η, ο [διαλέγω] (κυρίως για φρούτα ή άλλα εμπορεύματα) 1. αυτός που δεν διαλέχτηκε ή δεν διαλέγεται, δεν μπορεί να διαλεχτεί, δεν υπόκειται σε διαλογή, «τής σειράς» 2. στον οποίο δεν έγινε (ακόμη) η διαλογή, αξεδιάλεχτος … Dictionary of Greek
αποδιάλεγμα — το 1. η διαλογή 2. αυτό που απομένει μετά τη διαλογή, το αποδιαλεγούδι … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek