-
1 διαλλάσσομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλλάσσομαι
-
2 διαλλάσσομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαλλάσσομαι
-
3 διαλλάσσομαι
примирять, мирить; ср.з.-страд. мириться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαλλάσσομαι
-
4 διαλλάσσω
διαλλάττ||ω (αόρ. διήλλαξα, παθ. αόρ. διηλλάγην и διηλλάχθην) μη. уст. мирить, примирять;διαλλάσσομαι — мириться, примиряться
-
5 1259
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1259
См. также в других словарях:
διαλλάσσομαι — διαλλάσσω interchange pres ind mp 1st sg διαλλάσσω interchange pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάλλακτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, ον) αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α διάλλακτος, δυσ διάλλακτος] … Dictionary of Greek