-
1 διαλεκτικός
2 δ. ὄργανα organs of articulate speech, opp. φωνητικά, Gal.16.204.II skilled in dialectic, ;ἦ καὶ δ. καλεῖς τὸν λόγον ἑκάστου λαμβάνοντα τῆς οὐσίας; Id.R. 534b
; dialectical, Arist. Metaph. 995b23;δ. συλλογισμός Id.Top. 100a22
; πρὸς τοὺς δ., title of work by Metrodorus, D.L.10.24, cf. Phld.Rh.1.279 S., al.III ἡ διαλεκτική (sc. τέχνη) dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea, Arist.Fr.65; philosophical method,ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ δ. ἐπάνω κεῖται Pl.R. 534e
: ; περὶ -κῆς, title of work by Cleanthes, D.L.7.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλεκτικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek