Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαλεκτικοί

См. также в других словарях:

  • διαλεκτικοί — διαλεκτικός conversational masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВБУЛИД — из Милета (Εὐβουλίδης) (4 в. до н.э.) – др. греч. философ идеалист, представитель мегарской школы. В соответствии с общим направлением этой школы Е. стремился доказать, что чувств. восприятия реальных вещей и явлений неистинны и что вообще… …   Философская энциклопедия

  • ДИАЛЕКТИКА —    • Dialectĭce,          ή διαλεκτική, обозначает у Платона логику или метод высшего спекулятивного мышления; Аристотель, напротив, различал научные заключения от заключений только диалектических или правдоподобных. Таким путем диалектика мало… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЕВКЛИД —    • Euclīdes,          Ευκλείδης,        1. архонт, епоним в 403 г. до Р. X., сл. 94. 2. С его архонтством должна была начаться новая эра объявлением амнистии и восстановлением солоновских законов, просмотр которых был поручен Никомаху (Lys. in …   Реальный словарь классических древностей

  • ЕВБУЛИД —     ЕВБУЛИД (Εὐβουλίδης) из Милета (4 в. до н. э.), философ мегарик, получивший известность благодаря формулировке ряда логических парадоксов («диалектических задач», διαλεκτικοὶ λόγοι): «Лжец», «Куча», «Спрятанный», «Покрытый», «Электра»,… …   Античная философия

  • HEROES — dicti sunt a veteribus viri nobiles, et illustres, qui mortales cum esent, rerum tamen a se gestarum magnitudine, quam proxime ad Deos immortales accessêrunt, eamque apud vulgus opinionem emeruêrunt, ut post mortem in Deorum numerum crdantur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»