Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διαλεγμένος

См. также в других словарях:

  • διαλέγω — διάλεξα, διαλέχτηκα, διαλεγμένος 1. επιλέγω τα καλύτερα ή προτιμότερα στοιχεία ενός συνόλου, κάνω εκλογή. 2. η μτχ., διαλεγμένος ξεχωριστός, επιλεγμένος, άριστος: Ο μανάβης μας έχει πάντοτε διαλεγμένα φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόλεκτος — ἀπόλεκτος, ον (Α) [απολέγω] εκλεκτός, διαλεγμένος …   Dictionary of Greek

  • διαλέγω — και διαλέω (AM διαλέγω) κάνω επιλογή, επιλέγω νεοελλ. 1. (για λουλούδια, καρπούς) συλλέγω, συνάζω, μαζεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαλεγμένος εκλεκτός, διαλεχτός αρχ. 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω 2. αποχωρίζω, διαχωρίζω 3. προσπαθώ να βρω …   Dictionary of Greek

  • διαλεχτός — ή, ό (Μ διαλεκτός, ή, όν) [διαλέγω] 1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεγμένος 2. διαπρεπής, διακεκριμένος …   Dictionary of Greek

  • θεόλεκτος — θεόλεκτος, ον (Μ) 1. αυτός που ειπώθηκε από τον θεό 2. ο διαλεγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. μυριό λεκτος, νεό λεκτος] …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοδιάλεχτος — η, ο, Ν διαλεγμένος με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια («τραγούδια ψιλοδιάλεχτα τής Νύφης θα λαλούσα», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + διαλεχτός] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • διαλέγομαι — 1 βλ. πίν. 22 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) 2 διαλέχτηκα, διαλεγμένος βλ. πίν. 22 Σημειώσεις: διαλέγομαι : καμιά σχέση με το παθητικό του διαλέγω. Σημαίνει → συζητώ, κάνω διάλογο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανάλεκτος — η, ο 1. εκλεκτός, διαλεγμένος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανάλεκτα ποικίλου περιεχομένου εργασίες που δημοσιεύονται μαζί: Κυκλοφόρησαν τα « Ανάλεκτα» του Α συγγραφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλεχτός — ή, ό διαλεγμένος, εκλεκτός, ξεχωριστός: Ο μανάβης μας έχει πάντα διαλεχτά φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»