-
1 διαλαμβανω
(fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)1) схватывать поперек, охватывать(τινά Her.)
διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. — с копьем наперевес2) перехватывать, перерезывать, преграждать(τάφρῳ καὴ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.)
3) захватывать, занимать(τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τέν θάλασσαν Plut.)
4) окружать, оцеплять, укреплять(τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.)
5) прерывать, перемежатьἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. — сделать остановку на слове «ἕκων», т.е. произнести его с ударением6) размечать, размежевывать(στήλαις τοὺς ὅρους Dem.)
7) разделять(τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.)
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. — река, разделенная на пять рукавов8) распределятьθώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. — панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом9) получать по распределению(κατ΄ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.)
ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. — чтобы каждый получил должное10) разукрашивать(γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.)
11) различать, обособлять12) схватывать, понимать, постигать(τοῖς διανοήμασί τι Plat.)
πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ ; Eur. — как же, заметив это, можно правильно судить?13) обдумывать, решать, определять(τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.)
-
2 διαλαμβάνω
(αόρ. διέλαβον, παθ. αόρ. διελήφθην) μετ. содержать, заключать в себе -
3 διαλελαμμενος
-
4 διαληπτεον
adj. verb. к διαλαμβάνω См. διαλαμβανω -
5 διειλημμαι
-
6 διειληφα
pf. к διαλαμβάνω См. διαλαμβανω -
7 προδιαλαμβανω
заранее судить, иметь предварительное суждение(περί и ὑπέρ τινος Polyb.)
-
8 συνδιαλαμβανω
См. также в других словарях:
διαλαμβάνω — take pres subj act 1st sg διαλαμβάνω take pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμβάνω — (AM διαλαμβάνω) 1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι 2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαι αρχ. 1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου 2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά 3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω 4. (για πάλη) πιάνω από… … Dictionary of Greek
διαλαμβάνω — αναφέρομαι σε κάτι, το περιλαμβάνω σε κάποιο κείμενο: Το άρθρο διαλαμβάνει το θέμα της κόσμιας συμπεριφοράς στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλαμβάνῃ — διαλαμβάνω take pres subj mp 2nd sg διαλαμβάνω take pres ind mp 2nd sg διαλαμβάνω take pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διειλημμένα — διαλαμβάνω take perf part mp neut nom/voc/acc pl διειλημμένᾱ , διαλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc/acc dual διειλημμένᾱ , διαλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαβόν — διαλαμβάνω take aor part act masc voc sg διαλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαβόντα — διαλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc pl διαλαμβάνω take aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαβόντων — διαλαμβάνω take aor part act masc/neut gen pl διαλαμβάνω take aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμβανομένων — διαλαμβάνω take pres part mp fem gen pl διαλαμβάνω take pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμβανόμενον — διαλαμβάνω take pres part mp masc acc sg διαλαμβάνω take pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμβανόντων — διαλαμβάνω take pres part act masc/neut gen pl διαλαμβάνω take pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)