-
1 διαλελήθασι
διαλελήθᾱσι, διαλανθάνωAcut. (Sp.)perf ind act 3rd pl -
2 διαλελήθασιν
διαλελήθᾱσιν, διαλανθάνωAcut. (Sp.)perf ind act 3rd pl -
3 διαλανθανω
(fut. διαλήσω, aor. 2 διέλαθον, pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным(ὅ διαλεληθὼς σοφός Plut.)
διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. — он незаметно входит;σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. — это от тебя ускользнуло;οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isocr. — я этого не упустил из виду;θεοὺς διαλαθεῖν Xen. — укрыться от богов;διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. — никто не узнает, что он честен;ἵνα μέ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. — чтобы такие (люди) не оставались в безвестности;δεῖ μέ διαλεληθέναι, πῶς … Arst. — не должно оставаться неизвестным, каким образом … -
4 διαλανθάνω
A- λήσω Isoc.3.16
, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 - λήσομαι: [tense] aor. διέλαθον: [tense] pf. :—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but alsoδιαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25
: c. acc. pers., escape the notice of,θεούς X.Mem.1.4.19
; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλανθάνω
См. также в других словарях:
διαλελήθασι — διαλελήθᾱσι , διαλανθάνω Acut. (Sp.) perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλελήθασιν — διαλελήθᾱσιν , διαλανθάνω Acut. (Sp.) perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)