Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διακόνησις

См. также в других словарях:

  • διακόνησις — ( εως), η (Α) [διακονώ] υπηρεσία, εξυπηρέτηση …   Dictionary of Greek

  • διακονήσει — διακόνησις serving fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακονήσεϊ , διακόνησις serving fem dat sg (epic) διακόνησις serving fem dat sg (attic ionic) διᾱκονήσει , διακονέω minister aor subj act 3rd sg (epic) διᾱκονήσει , διακονέω minister fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονήσεις — διακόνησις serving fem nom/voc pl (attic epic) διακόνησις serving fem nom/acc pl (attic) διᾱκονήσεις , διακονέω minister aor subj act 2nd sg (epic) διᾱκονήσεις , διακονέω minister fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονήσεως — διακονήσεω̆ς , διακόνησις serving fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονήσῃ — διακονήσηι , διακόνησις serving fem dat sg (epic) διᾱκονήσῃ , διακονέω minister aor subj mid 2nd sg διᾱκονήσῃ , διακονέω minister aor subj act 3rd sg διᾱκονήσῃ , διακονέω minister fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»