-
1 διακιχρημι
-
2 διακεχρημενος
См. также в других словарях:
διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς … Dictionary of Greek
1 διακιχρημι
2 διακεχρημενος
διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς … Dictionary of Greek