-
1 διακελευμα
-
2 διακέλευμα
διακέλευμαan exhortation: neut nom /voc /acc sg -
3 διακέλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακέλευμα
-
4 διακελευσμα
- ατος τό v. l. = διακέλευμα См. διακελευμα -
5 δια-κέλευσμα
δια-κέλευσμα, τό, s. διακέλευμα.
См. также в других словарях:
διακέλευμα — και διακέλευσμα, το (AM) παρόρμηση, παρακίνηση, προσταγή … Dictionary of Greek
διακέλευμα — an exhortation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακέλευσμα — διακέλευσμα, το (Α) βλ. διακέλευμα* … Dictionary of Greek