-
1 διακόπτης
-
2 διακόπτῃς
-
3 διακόπτης
ο тех выключатель, прерыватель; рубильник; кран (водопроводный);ανοίγω τον διακόπτηςη — включать;
κλείνω τον διακόπτηςη — выключать
-
4 διακόπτης
[дьякоптис] ουσ. а. выключатель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακόπτης
-
5 διακόπτης
[дьякоптис] ουσ α выключатель. -
6 διακόπτης
elektrik düğmesi -
7 διακόπτης
interrupteur -
8 διακόπτης
wyłącznik (m) rzecz. -
9 διακόπτης
1) spínač2) vypínač -
10 διακόπτης
1) ignition2) switchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διακόπτης
-
11 interrupteur
διακόπτης -
12 spínač
διακόπτης -
13 vypínač
διακόπτης -
14 wyłącznik
διακόπτης -
15 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
16 переключатель
1. тех. о διακόπτης, о διακόπτης μεταγωγής- ножевого типа μαχαιροειδής -, μαχαιρωτός -- επιλογής2. ж.-д. το κλειδί αλλαγής της τροχιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переключатель
-
17 тумблер
ο αρθρωτός διακόπτης, ο διακόπτης αλερετούρ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тумблер
-
18 выключатель
-
19 прерыватель
прерывательм тех., эл. ὁ διακόπτης:\прерыватель то́ка ὁ διακόπτης τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος. -
20 прерыватель
-я α.διακόπτης, αποζευκτή-ρας•электрический- прерыватель ηλεκτρικός διακόπτης.
См. также в других словарях:
διακόπτης — ο μικρό όργανο, τοποθετημένο σ’ ένα κύκλωμα, με το οποίο γίνεται η διακοπή ή η αποκατάσταση της κυκλοφορίας ηλεκτρικού ρεύματος, νερού κτλ.: Χάλασε ο κεντρικός διακόπτης της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος της πολυκατοικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
διακόπτῃς — διακόπτω cut in two pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
χρονοδιακόπτης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) αυτόματη, ηλεκτρομηχανική συνήθως, διάταξη, κατάλληλη για τη διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + διακόπτης, απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
γυροτρόπιο — το διακόπτης διπλής ενεργείας … Dictionary of Greek