-
1 διακρούση
διακρούσηι, διάκρουσιςputting off: fem dat sg (epic)διακρούωknock: aor subj mid 2nd sgδιακρούωknock: aor subj act 3rd sgδιακρούωknock: fut ind mid 2nd sg -
2 διακρούσῃ
διακρούσηι, διάκρουσιςputting off: fem dat sg (epic)διακρούωknock: aor subj mid 2nd sgδιακρούωknock: aor subj act 3rd sgδιακρούωknock: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
διακρούσῃ — διακρούσηι , διάκρουσις putting off fem dat sg (epic) διακρούω knock aor subj mid 2nd sg διακρούω knock aor subj act 3rd sg διακρούω knock fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξηρυχάκης, Αγαθάγγελος — Κρητικός λόγιος κληρικός. Διετέλεσε εφημέριος στις ελληνικές κοινότητες της Βενετίας, της Τεργέστης και της Βιέννης. Έργα του: Άγνωστος κρητική εποποιία (1908), Ο κρητικός πόλεμος, ήτοι συλλογή των ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση και Μαρίνου Τζάνε… … Dictionary of Greek