-
1 διακριθείτε
-
2 διακριθεῖτε
См. также в других словарях:
διακριθεῖτε — διακρῐθεῖτε , διακρίνω separate one from another aor opt pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διακριθείτε
2 διακριθεῖτε
διακριθεῖτε — διακρῐθεῖτε , διακρίνω separate one from another aor opt pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)