-
1 διακρατήση
διακρατήσηι, διακράτησιςholding fast: fem dat sg (epic)διακρατέωhold fast: aor subj mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj act 3rd sgδιακρατέωhold fast: fut ind mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj act 3rd sgδιακρατέωhold fast: fut ind mid 2nd sg -
2 διακρατήσῃ
διακρατήσηι, διακράτησιςholding fast: fem dat sg (epic)διακρατέωhold fast: aor subj mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj act 3rd sgδιακρατέωhold fast: fut ind mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj mid 2nd sgδιακρατέωhold fast: aor subj act 3rd sgδιακρατέωhold fast: fut ind mid 2nd sg -
3 διακράτηση
[-ις (-εως)] η владение (чём-л.)
См. также в других словарях:
διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα … Dictionary of Greek
διακρατήσῃ — διακρατήσηι , διακράτησις holding fast fem dat sg (epic) διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj act 3rd sg διακρατέω hold fast fut ind mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)