-
1 κορεύω
κορεύω, der Jungfrauschaft berauben, pass., Eust. zu Od. 11, 290, sonst διακορεύομαι. – Bei Eur. Alc. 313, σὺ δ' ὦ τέκνον μοι πῶς κορευϑήσει καλῶς; wird gew. erkl. »als Jungfrau leben«; Andere verstehen auch hier »wie wirst du verheirathet werden?«
См. также в других словарях:
διακορεύομαι — διακορεύομαι, διακορεύτηκα και διακορεύθηκα, διακορευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορεύομαι — (Α) [κόρη] 1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία 2. (κατ άλλους) παντρεύομαι 3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι … Dictionary of Greek
παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… … Dictionary of Greek
προσκύλλω — Α 1. κακοποιώ ή ζημιώνω κάποιον από πριν 2. παθ. προσκύλλομαι (ιδίως για γυναίκες) διακορεύομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκύλλω «σπαράζω, σχίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek