-
1 διακαταρρυή
-
2 διακαταρρυῇ
См. также в других словарях:
διακαταρρυῇ — διά καταρρέω flow down aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διακαταρρυή
2 διακαταρρυῇ
διακαταρρυῇ — διά καταρρέω flow down aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)