-
1 διαιτητής
διαιτητής, ὁ, Schiedsrichter, Her. 5, 95; Plat. Prot. 337 e u. öfter, wie bei Rednern, z. B. Dem. 59, 45. In Athen wurden sie in Privatprocessen entweder von den Parteien od. von Staatswegen durchs Loos bestimmt; die meisten Processe kamen erst, wenn man sich bei ihrer Entscheidung nicht beruhigen wollte, an die eigentl. δικασταί, vgl. Harpocr.; Hudtwalker über die Diäteten; Heffter Athen. Gerichtsverf. p. 277 ff.
-
2 διαιτητης
-
3 διαιτητής
διαιτητήςarbitrator: masc nom sg -
4 διαιτητής
-
5 διαιτητής
ο, διαιτήτρια η1) арбитр; третейский судья; 2) спорт, судья -
6 διαιτητής
[диэтис] ουσ. а. арбитрΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητής
-
7 διαιτητής
[диэтис] ουσ α арбитр. -
8 διαιτητής
A arbitrator, umpire, Hdt.5.95, Pl.Lg. 956c, etc.;τῆς γὰρ δίκης.. γίγνεταί μοι δ. Στράτων D.21.83
;δ. ὁ μέσος Arist.Pol. 1297a6
; esp. at Athens, Id.Ath.53, etc.II in later Law, = judex pedaneus, Cod.Just.4.20.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτητής
-
9 διαιτητής
arbitre -
10 διαιτητής
1) rozjemca (m) rzecz.2) sędzia (m) rzecz. -
11 διαιτητής
1) rozhodčí2) soudce -
12 διαιτητής
1) arbiter2) refereeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαιτητής
-
13 συν-διαιτητής
συν-διαιτητής, ὁ, 1) der mit einem Andern zusammen wohnt u. lebt, Luc. epist. Saturn. 36, l. d. – 2) Mitschiedsrichter, Dem. 33, 19. 20.
-
14 arbitre
διαιτητής -
15 arbiter
διαιτητής -
16 referee
διαιτητής -
17 rozjemca
διαιτητής -
18 διαιτηταί
διαιτητήςarbitrator: masc nom /voc pl -
19 διαιτητήν
διαιτητήςarbitrator: masc acc sg (attic epic ionic) -
20 hakem
διαιτητής, κριτής
См. также в других словарях:
διαιτητής — arbitrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι … Dictionary of Greek
διαιτητής — ο 1. αυτός που εκλέγεται από τους διαδίκους, για να επιλύσει τη διαφορά τους. 2. αυτός που επιβλέπει σε ένα ομαδικό παιχνίδι, ποδόσφαιρο, καλαθόσφαιρα κτλ. και έργο του είναι η σωστή τήρηση των κανονισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДИЭТЕТ — • Διαιτητής, третейский или мировой судья. Во избежание дорого обходящихся тяжб пред гражданскими судами гелиастов тяжущиеся стороны в Афинах могли искать решения своих дел у мировых судей или Д. Были и государственные Д.,… … Реальный словарь классических древностей
διαιτηταῖς — διαιτητής arbitrator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτηταί — διαιτητής arbitrator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητοῦ — διαιτητής arbitrator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητῇ — διαιτητής arbitrator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητήν — διαιτητής arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητῶν — διαιτητής arbitrator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей