-
1 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. арбитражный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητικός
-
2 διαιτητικός
[диэтитикос] еж. диетический (για φαγητό)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαιτητικός
-
3 третейский
διαιτητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > третейский
-
4 диетический
-
5 диетический
диет||и́ческийприл τής δίαιτας, διαιτητικός:\диетическийи́ческий стол ἡ τροφή δίαιτας· \диетическийи́ческие продукты τά διαιτητικά τρόφιμα. -
6 третейский
третейскийприл τής διαιτησίας, διαιτητικός:\третейский суд τό δικαστήριο[ν] διαιτησίας· \третейский судья ὁ διαιτητής. -
7 диететический
επ.διαιτητικός, της διαιτητικής•-ое питание διαιτητική τροφή.
-
8 диетический
επ.διαιτητικός, της δίαιτας•-ая пища τροφή δίαιτας•
-ая столовая εστιατόριο δίαιτας.
-
9 третейский
επ.διαιτητικός (της επίλυσης διαφοράς από τρίτον).
См. также в других словарях:
διαιτητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… … Dictionary of Greek
διαιτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δίαιτα. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διαιτητή: Τελικά το πρόβλημα ήταν διαιτητικό και όχι του αθλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιτητικά — διαιτητικός of neut nom/voc/acc pl διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc/acc dual διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῶν — διαιτητικός of fem gen pl διαιτητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικόν — διαιτητικός of masc acc sg διαιτητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικοῦ — διαιτητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικούς — διαιτητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῆς — διαιτητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητική — διαιτητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)