Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαιτητικός

См. также в других словарях:

  • διαιτητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… …   Dictionary of Greek

  • διαιτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δίαιτα. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διαιτητή: Τελικά το πρόβλημα ήταν διαιτητικό και όχι του αθλητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιτητικά — διαιτητικός of neut nom/voc/acc pl διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc/acc dual διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικῶν — διαιτητικός of fem gen pl διαιτητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικόν — διαιτητικός of masc acc sg διαιτητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικοῦ — διαιτητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικούς — διαιτητικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικῆς — διαιτητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητική — διαιτητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»