-
1 διαθρῴσκω
A shoot forth, flash through,φῶς ἔξω διαθρῷσκον Emp. 84.5
, cf. Dam.Pr.81, Epic.inArch.Pap.7.3; of eggs, slip through, Opp.H.1.549: c. gen.,κόλπου Nonn.D.8.397
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθρῴσκω
См. также в других словарях:
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek