-
1 διαθροίζω
A collect, Gal.12.185.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθροίζω
-
2 διαθροιζομένης
διαθροίζωcollect: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)διαθροϊζομένης, διαθροίζωcollect: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
3 διαθροίσαντες
διαθροίζωcollect: aor part act masc nom /voc plδιαθροΐσαντες, διαθροίζωcollect: aor part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
διαθροιζομένης — διαθροίζω collect pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαθροϊζομένης , διαθροίζω collect pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθροίσαντες — διαθροίζω collect aor part act masc nom/voc pl διαθροΐσαντες , διαθροίζω collect aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)