Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαθέτω

  • 1 διαθέτω

    [диатэто] ρ. располагать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαθέτω

  • 2 располагать

    I располагать I (иметь в распоряжении) διαθέτω, έχω; \располагать временем διαθέτω χρόνο II располагать II см. расположить \располагаться см. расположиться
    * * *
    I
    ( иметь в распоряжении) διαθέτω, έχω

    располага́ть вре́менем — διαθέτω χρόνο

    II см. расположить

    Русско-греческий словарь > располагать

  • 3 располагать

    располагать I
    несов
    1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:
    \располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·
    2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.
    располагать II
    несов
    1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·
    2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:
    \располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω.

    Русско-новогреческий словарь > располагать

  • 4 располагать

    ρ.δ.
    βλ. расположить.
    βλ. расположиться.
    ρ.δ.
    1. διαθέτω, έχω στη διάθεση μου•

    располагать большими средствами διαθέτω μεγάλα μέσα.

    || διαθέτω, ρυθμίζω, κανονίζω•

    -своим временем по собственному усмотрению διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω•

    -йте много είμαι στη διάθεση σας.

    2. παλ. προτίθεμαι, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > располагать

  • 5 иметь

    1. (владеть) έχω, κατέχω 2. (обладать, располагать кем-, чём-л.) διαθέτω 3. (располагать в качестве кого-, чего-л.) χρησιμοποιώ, διαθέτω 4. (в некоторых выражениях)
    - ет место συμβαίνει, λαμβάνει χώρα(ν)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иметь

  • 6 завещать

    завещать κληροδοτώ; διαθέτω (тж. перен.)
    * * *
    κληροδοτώ; διαθέτω (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > завещать

  • 7 иметь

    иметь в разн. знач. έχω* διαθέτω (располагать) \иметь пра во έχω το δικαίωμα \иметь успех έχω επιτυχία* \иметь значение έχω σημασία \иметь возможность μπορώ, έχω τη δυνατότητα \иметься безл.: имеется ... υπάρ χει... в магазине имеется в продаже ... στο κατάστημα υπάρχει..., το κατάστημα δια θέτει...
    * * *
    в разн. знач.
    έχω;·διαθέτω( располагать)

    име́ть пра́во — έχω το δικαίωμα

    име́ть успе́х — έχω επιτυχία

    име́ть значе́ние — έχω σημασία

    име́ть возмо́жность — μπορώ, έχω τη δυνατότητα

    Русско-греческий словарь > иметь

  • 8 предоставить

    предоставить, предоставлять 1) δίνω, παρέχω· \предоставить в распоряжение θέτω στη διάθέση, διαθέτω 2) (дать право) επιτρέπω, αφήνω
    * * *
    = предоставлять
    1) δίνω, παρέχω

    предоста́вить в распоряже́ние — θέτω στη διαθέση, διαθέτω

    2) ( дать право) επιτρέπω, αφήνω

    Русско-греческий словарь > предоставить

  • 9 распоряжение

    распоряжение с η διαταγή* η διάθεση; отдать \распоряжение διατάζω, δίνω διαταγή ◇ иметь в своём \распоряжениеи διαθέτω
    * * *
    с
    η διαταγή; η διάθεση

    отда́ть распоряже́ние — διατάζω, δίνω διαταγή

    ••

    име́ть в своём распоряже́нии — διαθέτω

    Русско-греческий словарь > распоряжение

  • 10 распоряжаться

    распоряж||аться
    несов
    1. (приказывать) διατάζω, προστάζω / δίνω ἐντολή[ν] (предписывать)·
    2. (управлять, хозяйничать) διευθύνω, κάνω κουμάντο, δίνω διαταγές:
    \распоряжаться чем-л. διευθύνω κάτι· кто здесь \распоряжатьсяа́ется? ποιος κάνει κουμάντο ἐδῶ;-в доме она всем \распоряжатьсяается στό σπίτι κάνει αὐτή κουμάντο σέ ὅλα· он \распоряжатьсяа́ется, как у себя дома δίνει διαταγές σάν νά εἶναι στό σπίτι του·
    3. (деньгами, временем и т. п.) διαθέτω, ἔχω στή διάθεση μου:
    \распоряжаться кредитами διαθέτω τίς πιστώσεις.

    Русско-новогреческий словарь > распоряжаться

  • 11 вложить

    вложу, вложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, εμβάλλω, ενθέτω•

    вложить саблю в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•

    вложить письмо в конверт βάζω το γράμμα στο φάκελλο.

    2. (για χρήματα) καταθέτω. || επενδύω, παραχωρώ, χορηγώ, διαθέτω•

    вложить миллионы в промышленность διαθέτω ε-κατομύρια στη βιομηχανία.

    εκφρ.
    вложить в уста – βάζω στο στόμα•
    автор -ил в уста героя свой мысли – ο συγγραφέας έβαλε στο στόμα του ήρωα τις δικές του σκέψεις.
    μπαίνω μέσα εμβάλλομαι, εντίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > вложить

  • 12 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 13 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 14 располагать

    I.
    см. расположить.
    II. 1.(иметь что-л. в своём распоряжении) διαθέτω 2. (способствовать чему-л.) προσελκύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > располагать

  • 15 восстанавливать

    восстанавливать
    несов·
    1. ἀποκαθιστῶ, ὀποκατασταίνω:
    \восстанавливать отношения ἀποκαθιστώ τίς σχέσεις· \восстанавливать хозяйство ἀνασυγκροτώ (или ἀνοικοδομῶ, ἀνορθώνω) τήν οίκονομία· \восстанавливать здание ἐπισκευάζω, ἐπιδιορθώνω κτίριο·
    2. (в памяти) ξαναθυμούμαι, ἐνθυμούμαι, ξαναφέρνω στή μνήμη·
    3. (кого-л. β чем-л.) ἀποκαθιστώ, ἐπαναφέρω, ἀποκατασταίνω:
    \восстанавливать в правах ἀποκαθιστώ στά δικαιώματα·
    4. (против кого-л.) ξεσηκώνω κάποιον, διαθέτω ἐχθρικά προς κάποιον, διεγείρω ἐνάντια σέ κάποιον:
    \восстанавливать кого-л. против себя κάνω κάποιον ἐχθρό μου.

    Русско-новогреческий словарь > восстанавливать

  • 16 завещать

    завеща||ть
    сов и несов διαθέτω, κληροδοτώ.

    Русско-новогреческий словарь > завещать

  • 17 вооружить

    -жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•

    вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•

    вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.

    2. εφοδιάζω•

    вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.

    || παρέχω, δίνω•

    вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.

    3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•

    вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.

    1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).
    2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.
    εκφρ.
    вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вооружить

  • 18 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 19 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

  • 20 дрейф

    α.
    έκκλιση, παρέκλιση σκάφους. || κίνηση (πάγων, πλοίων κλπ.) κατά τη φορά του ανέμου.
    εκφρ.
    лечь в дрейф – (για σκάφος) ακινητώ• διαθέτω τα πανιά έτσι, ώστε το σκάφος να μένει ακίνητο•
    сняться с -а – (για σκάφος) ξεκινώ.

    Большой русско-греческий словарь > дрейф

См. также в других словарях:

  • διαθέτω — διαθέτω, διέθεσα βλ. πίν. 137 Σημειώσεις: (διαθέτω) – διατίθεμαι : η μτχ. διατεθειμένος χρησιμοποιείται κυρίως σε εκφράσεις όπως: δεν είναι διατεθειμένος (→ δεν έχει σκοπό) να κάνει υποχωρήσεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • διαθέτω — διέθεσα, διατέθηκα, διατεθειμένος 1. παραχωρώ προς χρήση: Μετά το θάνατό μου, θα διαθέσω το σπίτι μου στην εκκλησία. 2. χρησιμοποιώ σύμφωνα με τη διάθεσή μου: Πάντα διαθέτω αρκετό χρόνο στα παιδιά μου. 3. προκαλώ καλή ή κακή διάθεση: Ο τρόπος που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ακινητοποιώ — 1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία 2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»