Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διαθέτης

См. также в других словарях:

  • διαθέτης — one who arranges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθέτης — ο (Α διαθέτης) [διατίθημι] 1. αυτός που διαθέτει κάτι 2. αυτός που με διαθήκη μοιράζει την περιουσία του, ο κληροδότης αρχ. αυτός που τακτοποιεί ή διαρρυθμίζει …   Dictionary of Greek

  • διαθέτης — ο αυτός που παραχωρεί κάτι με επίσημο έγγραφο: Χρειάζεται ελεύθερη βούληση από την πλευρά του διαθέτη, για να έχει ισχύ μια διαθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθέται — διαθέτης one who arranges masc nom/voc pl διαθέτᾱͅ , διαθέτης one who arranges masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθέτην — διαθέτης one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • καθολικό καταπίστευμα — Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα… …   Dictionary of Greek

  • καταπίστευμα, κληρονομικό — Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει ολόκληρη την περιουσία που κληρονόμησε ή ένα μέρος της σε άλλο πρόσωπο. Κ.κ. συνάγεται ότι υπάρχει όταν η εγκατάσταση κληρονόμου συντελέστηκε υπό αίρεση ή προθεσμία ή ακόμη όταν o… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ОНОМАКРИТ —    • Onomacrĭtus,          Όνομάκριτος, афинянин времен Писистрата и его сыновей. Он помогал Писистрату при редактировании произведений Гомера и, говорят, позволял себе при этом делать некоторые поправки. По Геродоту (7, 6), он был χρησμολόγος и… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»