-
1 διαθέτης
διαθέτηςone who arranges: masc nom sg -
2 διαθέτης
A one who arranges, sets in order,χρησμῶν τῶν Μουσαίου Hdt.7.6
;οἴκου Dam.Isid.24
;συνουσίας Procl.in Prm.p.479
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθέτης
-
3 διαθέται
διαθέτηςone who arranges: masc nom /voc plδιαθέτᾱͅ, διαθέτηςone who arranges: masc dat sg (doric aeolic) -
4 διαθέτην
διαθέτηςone who arranges: masc acc sg (attic epic ionic) -
5 διαθήκη
A disposition of property by will, testament, Ar.V. 584, 589, D.27.13, etc.; κατὰ διαθήκην by will, OGI753.8 ([place name] Cilicia), Test.Epict.4.8, BGU1113.5 (i B.C.), etc.: in pl.,διαθήκας διαθέσθαι Lys.19.39
; ([place name] Iasus).II αἱ ἀπόρρητοι δ. mystic deposits on which the common weal depended, prob. oracles (cf. διαθέτης), Din.1.9 codd.2 name of an eyesalve, because the recipe was deposited in a temple, Aët.7.118.III compact, covenant,ἢν μὴ διαθῶνται διαθήκην ἐμοί Ar.Av. 440
; freq. in LXX, Ge. 6.18, al.; καινή, παλαιὰ δ., Ev.Luc.22.20, 2 Ep.Cor.3.14; disposition (with allusion to 1), Ep.Gal.3.15, cf. Ep.Hebr.9.15.IV = διάθεσις 11,σώματος δ. Democr.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθήκη
См. также в других словарях:
διαθέτης — one who arranges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέτης — ο (Α διαθέτης) [διατίθημι] 1. αυτός που διαθέτει κάτι 2. αυτός που με διαθήκη μοιράζει την περιουσία του, ο κληροδότης αρχ. αυτός που τακτοποιεί ή διαρρυθμίζει … Dictionary of Greek
διαθέτης — ο αυτός που παραχωρεί κάτι με επίσημο έγγραφο: Χρειάζεται ελεύθερη βούληση από την πλευρά του διαθέτη, για να έχει ισχύ μια διαθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθέται — διαθέτης one who arranges masc nom/voc pl διαθέτᾱͅ , διαθέτης one who arranges masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέτην — διαθέτης one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… … Dictionary of Greek
καθολικό καταπίστευμα — Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα, κληρονομικό — Η υποχρέωση που επιβάλλει ο διαθέτης στον κληρονόμο να παραδώσει ολόκληρη την περιουσία που κληρονόμησε ή ένα μέρος της σε άλλο πρόσωπο. Κ.κ. συνάγεται ότι υπάρχει όταν η εγκατάσταση κληρονόμου συντελέστηκε υπό αίρεση ή προθεσμία ή ακόμη όταν o… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ОНОМАКРИТ — • Onomacrĭtus, Όνομάκριτος, афинянин времен Писистрата и его сыновей. Он помогал Писистрату при редактировании произведений Гомера и, говорят, позволял себе при этом делать некоторые поправки. По Геродоту (7, 6), он был χρησμολόγος и… … Реальный словарь классических древностей