-
1 διαζύγιον
διαζύγιονdivorce: neut nom /voc /acc sg -
2 διαζύγιον
A divorce, Eust.893.51, 1667.33: pl. [full] διαζύγια, τά, differences, quarrels between man and wife, Just.Nov.140.1Intr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαζύγιον
-
3 διαζυγίου
διαζύγιονdivorce: neut gen sg -
4 διαζυγίων
διαζύγιαdivorce: neut gen plδιαζύγιονdivorce: neut gen pl -
5 διαζύγια
διαζύγιαdivorce: neut nom /voc /acc plδιαζύγιονdivorce: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
διαζύγιον — divorce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζυγίου — διαζύγιον divorce neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
Μαρκεζίνης, Σπυρίδων — (Αθήνα 1909 – 2000). Νομικός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεώργιου Β’ (1936 46). Κατά τη… … Dictionary of Greek
διαζυγίων — διαζύγια divorce neut gen pl διαζύγιον divorce neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζύγια — divorce neut nom/voc/acc pl διαζύγιον divorce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)