-
1 διαζευγνύναι
διαζεύγνυμαιpres inf act -
2 συγκαταχωρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταχωρίζω
См. также в других словарях:
διαζευγνύναι — διαζεύγνυμαι pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)