Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

διαείδω

См. также в других словарях:

  • διαείδω — (I) διαείδω (Α) 1. διακρίνω καταδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διαFείδω. Το β συνθετικό τής λ. *είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι*]. (II) διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) [αείδω] 1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 2. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • διᾴδοντα — διαείδω 2 discern pres part act neut nom/voc/acc pl διαείδω 2 discern pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διίστων — διαείδω 1 discern perf imperat act 3rd dual διαείδω 1 discern perf imperat act 3rd pl διιστάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διιστάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαείδεται — διαείδω 2 discern pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαείδονται — διαείδω 2 discern pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαισθήσεται — διαείδω 2 discern fut ind pass 3rd sg διαισθάνομαι perceive distinctly fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διειδέναι — διαείδω 1 discern perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διᾴδοντες — διαείδω 2 discern pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διᾴσασθαι — διαείδω 2 discern aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διίδμεναι — διαείδω 1 discern perf inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίοιδε — διαείδω 1 discern perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»