-
1 διαδόχω
-
2 διαδόχῳ
См. также в других словарях:
διαδόχῳ — διάδοχος succeeding masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διαδόχω
2 διαδόχῳ
διαδόχῳ — διάδοχος succeeding masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)