-
1 δύω
+ V 4-4-7-2-9=26 Gn 28,11; Ex 15,10; Dt 23,12; JgsA 14,18; 19,14A: to cause to sink, to withdraw [τι] (of light) Jl 2,10M: to go into [εἴς τι] (metaph.) Jon 2,6; to enter, to make one’s way into [εἴς τι] Is 29,4; to sink, to set (of the sun) Gn 28,11; to sink (of pers.) Ex 15,10see δύνω→NIDNTT; TWNT(→διαδύω, εἰσδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, ἐπιδύω, καταδύω, περιδύω, ὑποδύω,,) -
2 διαδύνω
δια-δύνω Hp.Flat.13, Arist. de An. 404a7: [full] διαδύω Hdt.2.66 codd.; more freq. Dep. [full] διαδύομαι, [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 2 διέδυν:—A slip through a hole or gap,διαδύντες διὰ τοῦ τείχους Th.4.110
;διὰ τούτων ἡ φιλία διαδυομένη X.Mem.2.6.22
: abs., slip through, slip away, Hdt. l.c.; ; μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται; ib. 396.2 c. acc., evade, shirk,τοῖς διαδυομένοις τὰς λειτουργίας Lys.21.12
, cf. D.42.23;ὅπῃ.. διαδύσεται τὸν λόγον Pl.Sph. 231c
, etc.;τὸ δίκην δοῦναι διαδύς D.18.133
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδύνω
См. также в других словарях:
διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες … Dictionary of Greek
унзаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг . (греч. διαδύω) вонзаюсь, втыкаюсь; (νύττω), вонзаю,… … Словарь церковнославянского языка
διάδυση — η (Α διάδυσις) [διαδύω] 1. η δίοδος, η διάβαση μέσα από τρύπα ή άνοιγμα 2. η εισχώρηση … Dictionary of Greek
συνδιαδύομαι — Α διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαδύω «διεισδύω, τρυπώνω»] … Dictionary of Greek