Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διαδύω

См. также в других словарях:

  • διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες …   Dictionary of Greek

  • унзаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг . (греч. διαδύω) вонзаюсь, втыкаюсь; (νύττω), вонзаю,… …   Словарь церковнославянского языка

  • διάδυση — η (Α διάδυσις) [διαδύω] 1. η δίοδος, η διάβαση μέσα από τρύπα ή άνοιγμα 2. η εισχώρηση …   Dictionary of Greek

  • συνδιαδύομαι — Α διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαδύω «διεισδύω, τρυπώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»