-
1 διαδρασσομαι
См. также в других словарях:
διαδράξασθαι — διαδράσσομαι seize hold of aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδράξωνται — διαδράσσομαι seize hold of aor subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)