Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαδοχή

  • 1 διαδοχη

        ἥ
        1) принятие (от предшественника)
        2) смена, чередование
        

    διαδοχαῖς Aesch., κατὰ διαδοχέν (χρόνου) Thuc., Arst., κατὰ διαδοχάς Arst., ἐκ διαδοχῆς Arst., Polyb. и ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις Dem. — сменяя друг друга, посменно, чередуясь, последовательно;

        διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Thuc. — путем передачи последующим поколениям;
        ἥ λαμπὰς ἐκ διαδοχῆς Arst. — передаваемый из рук в руки светильник;
        μεταπέμπειν τινὰ ἐπὴ τέν διαδοχήν Dem.посылать кого-л. на смену;
        τοῖς στρατιώταις διαδοχέν ἀποσταλῆναι Plut. — произвести замену солдат;
        ἥ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ Xen. — смена прежнего караула;
        διαδοχαὴ φιλοσοφίας Plut. — смена философских систем, т.е. история философии

        3) передача, распространение
        

    (τῆς μανίας Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > διαδοχη

  • 2 διαδοχή

    η
    1) наследование (трона); преемственность (династическая); 2) смена, замена; чередование;

    διαδοχή κυβερνήσεων — смена правительства;

    διαδοχδιαδοχή εντυπώσεων — смена впечатлений;

    § κατά διαδοχή — или εκ διαδοχής — друг за другом, подряд; — поочерёдно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαδοχή

  • 3 διαδοχή

    [диадохи] ουσ θ наследствование, преемственность.

    Эллино-русский словарь > διαδοχή

См. также в других словарях:

  • διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»