-
1 διαδικασιών
-
2 διαδικασιῶν
-
3 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
4 operational research
(br.), = operations research (am.)French\ \ recherche opérationnelleGerman\ \ Operations ResearchDutch\ \ operations research; besliskundeItalian\ \ ricerca operativa; ricerca di funzionamentiSpanish\ \ investigación operativa; investigacion de operacionesCatalan\ \ investigació operativaPortuguese\ \ investigação operacionalRomanian\ \ -Danish\ \ operationsanalyseNorwegian\ \ -Swedish\ \ operationsanalysGreek\ \ λειτουργική έρευνα; έρευνα διαδικασιώνFinnish\ \ operaatiotutkimusHungarian\ \ operációkutatásTurkish\ \ yöneylem araştırmasıEstonian\ \ operatsioonianalüüsLithuanian\ \ operacijų tyrimaiSlovenian\ \ -Polish\ \ badania operacyjneRussian\ \ оперативное исследованиеUkrainian\ \ -Serbian\ \ операционално истраживањеIcelandic\ \ rekstrar rannsóknir; aðgerðagreiningEuskara\ \ eragiketa-ikerkuntzaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ تحقيق در عملياتArabic\ \ بحوث العملياتAfrikaans\ \ operasionele navorsingChinese\ \ 运 筹 学Korean\ \ 운용연구, 운용과학, O.R.
См. также в других словарях:
διαδικασιῶν — διαδικασία suit to decide between claimants fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… … Dictionary of Greek
εκτελωνισμός — Το σύνολο των διαδικασιών και ενεργειών που απαιτούνται από τον νόμο, για την εισαγωγή προϊόντων από ξένη χώρα, μέσω τελωνείου. Στόχος των διαδικασιών και ενεργειών αυτών είναι –κατά κύριο λόγο– η είσπραξη των δασμών που έχει καθορίσει η πολιτεία … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Λεν, Ζαν Μαρί — (Jean Marie Lehn, Αλσατία 1939 –). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και το 1963 ονομάστηκε διδάκτορας, έχοντας ήδη εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας. Με τις… … Dictionary of Greek
Μάρκοφ, Αντρέι Αντρέγιεβιτς — (Andrei Andreyevich Markov, Ριαζάν 1856 – Αγία Πετρούπολη 1922). Ρώσος μαθηματικός. Αποφοίτησε το 1878 από το πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, στο οποίο έπειτα από οχτώ χρόνια ανακηρύχθηκε καθηγητής. Το αρχικό έργο του εστιάστηκε στη θεωρία… … Dictionary of Greek