-
1 διαδιδρασκω
ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать(νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.)
δ. τινά Her. — убегать от кого-л. -
2 διαδιδράσκω
A- δράντας Hdt.8.75
: [tense] pf. :—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; shirkers,Ar.
l.c.2 c. acc., escape from,τινά Hdt.3.135
, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—[voice] Pass., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδιδράσκω
См. также в других словарях:
διαδιδράσκω — και ιων. τ. διαδιδρήσκω (Α) 1. εκφεύγω, δραπετεύω 2. φεύγω προς κάθε διεύθυνση … Dictionary of Greek