-
1 διαδηλώνω
[диадилоно] р. участвовать в демонстрации,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαδηλώνω
-
2 демонстрировать
демонстрировать 1) διαδηλώνω 2) (показывать) επιδείχνω; \демонстрировать фильм προβάλλω ταινία* * *1) διαδηλώνω2) ( показывать) επιδείχνωдемонстри́ровать фильм — προβάλλω ταινία
-
3 демонстрировать
(публично показывать) επιδεικνύω, προβάλλω, διαδηλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демонстрировать
-
4 демонстрировать
демонстр||и́роватьсов и несов1. διαδηλώνω, διαδηλώ·2. (показывать) ἐπιδεικνύω:\демонстрироватьи́ровать фильм προβάλλω ταινία. -
5 демонстрировать
-руга, -руешь, ρ.δ.κ.σ.1. διαδηλώνω, κάνω διαδήλωση.2. επιδείχνω, δείχνω δημόσια• προβάλλω•демонстрировать новую кинокартину προβάλλω καινούρια κινηματογραφική ταινία.
|| εμφανίζω, δείχνω.1. επιδείχνομαι, δείχνομαι• προβάλλομαι.2. εμφανίζομαι. -
6 манифестировать
-рую, -руешьρ.δ. διαδηλώνω, κάνω διαδήλωση.
См. также в других словарях:
διαδηλώνω — διαδηλώνω, διαδήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαδηλώνω — (AM διαδηλῶ όω) [διάδηλος] καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια 3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός) … Dictionary of Greek
διαδηλώνω — διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)