Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαδηλώνω

См. также в других словарях:

  • διαδηλώνω — διαδηλώνω, διαδήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαδηλώνω — (AM διαδηλῶ όω) [διάδηλος] καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια 3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός) …   Dictionary of Greek

  • διαδηλώνω — διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»