-
1 διαδάκνω
A bite hard, Max.Tyr.6.2: metaph. of calumny,δ. τινά Plb.4.87.5
; of sarcasm, Iamb.Protr.21.λά:—[voice] Med., have a biting-match with,τῷ Κερβέρῳ Plu.2.1105a
; bite each other,κυνίδια διαδακνόμενα M.Ant.5.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδάκνω
См. также в других словарях:
διαδάκνω — (Α) [δάκνω] δαγκώνω με δύναμη … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek