-
1 διαγωνίζομαι
διαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 1st sgδιαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 1st sg -
2 διαγωνιζομαι
1) вести борьбу, бороться(τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τέν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; ὑπέρ τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.)
μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. — дать решительный бой2) бороться, состязаться(πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.)
-
3 διαγωνίζομαι
1) соревноваться, состязаться; участвовать в конкурсе;διαγωνίζομαι στο άλμα — состязаться в прыжках;
2) соперничать, конкурировать;διαγωνίζομαι προς κάποιον σε τί — соперничать с кем-л. в чём-л.
-
4 διαγωνίζομαι
[диагонизомэ] ρ соревноваться, состязаться. -
5 διαγωνίζομαι
A contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12;τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr. 602
;ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17
;περί τινος Luc.VH2.8
: abs.,μάχῃ δ. Th.5.10
;λόγῳ δ. Pl. Grg. 456b
, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest,περί τινος Aeschin.3.132
:—[voice] Pass.,διηγώνισται Plu.2.556e
;πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγωνίζομαι
-
6 διαγωνίζομαι
δι-αγωνίζομαι, (1) mit einem wettkämpfen; übh. = eifrig ; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen. (2) durch-, auskämpfen -
7 διαγωνίζομαι
competeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαγωνίζομαι
-
8 διαγωνίζεσθε
διαγωνίζομαιcontend: pres imperat mp 2nd plδιαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 2nd plδιᾱγωνίζεσθε, διαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic)διαγωνίζομαιcontend: pres imperat mp 2nd plδιαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 2nd plδιαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)διαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
9 διαγωνιζόμεθα
διαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 1st plδιᾱγωνιζόμεθα, διαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)διαγωνίζομαιcontend: pres ind mp 1st plδιαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)διαγωνίζομαιcontend: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
10 διαγωνίσασθε
διαγωνίζομαιcontend: aor imperat mp 2nd plδιαγωνίζομαιcontend: aor imperat mp 2nd plδιᾱγωνίσασθε, διαγωνίζομαιcontend: aor ind mp 2nd pl (doric aeolic)διαγωνίζομαιcontend: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic)διαγωνίζομαιcontend: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
11 διαγωνιζομένων
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem gen plδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut gen plδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem gen plδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut gen pl -
12 διαγωνιζόμενον
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc acc sgδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp neut nom /voc /acc sgδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc acc sgδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
13 διαγωνιούμενον
διαγωνίζομαιcontend: fut part mp masc acc sg (attic epic doric)διαγωνίζομαιcontend: fut part mp neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)διαγωνίζομαιcontend: fut part mp masc acc sg (attic epic doric)διαγωνίζομαιcontend: fut part mp neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
14 διαγωνισαμένων
διαγωνίζομαιcontend: aor part mp fem gen plδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp masc /neut gen plδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp fem gen plδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp masc /neut gen pl -
15 διαγωνισάμενον
διαγωνίζομαιcontend: aor part mp masc acc sgδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp neut nom /voc /acc sgδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp masc acc sgδιαγωνίζομαιcontend: aor part mp neut nom /voc /acc sg -
16 διαγωνιζομένη
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
17 διαγωνιζομένην
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
18 διαγωνιζομένης
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)διαγωνίζομαιcontend: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
19 διαγωνιζομένοις
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut dat plδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut dat pl -
20 διαγωνιζομένου
διαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut gen sgδιαγωνίζομαιcontend: pres part mp masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
διαγωνίζομαι — contend pres ind mp 1st sg διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίζομαι — διαγωνίζομαι, διαγωνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγωνίζομαι — (AM διαγωνίζομαι) αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη αρχ. 1. μάχομαι εναντίον κάποιου 2. αγωνίζομαι σε δίκη 3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ 4. αποφασίζω να αγωνιστώ 5. τελειώνω τον αγώνα … Dictionary of Greek
διαγωνίζομαι — διαγωνίστηκα, παίρνω μέρος σε δοκιμασία για να πετύχω και να κερδίσω κάτι, διεκδικώ μαζί με άλλους τη νίκη: Την Κυριακή διαγωνίζομαι στο σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγωνίζεσθε — διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl διᾱγωνίζεσθε , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζόμεθα — διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διᾱγωνιζόμεθα , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend imperf ind mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίσασθε — διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διᾱγωνίσασθε , διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζομένων — διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιζόμενον — διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνιούμενον — διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνισαμένων — διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)