Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαγωνίζομαι

См. также в других словарях:

  • διαγωνίζομαι — contend pres ind mp 1st sg διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνίζομαι — διαγωνίζομαι, διαγωνίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαγωνίζομαι — (AM διαγωνίζομαι) αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη αρχ. 1. μάχομαι εναντίον κάποιου 2. αγωνίζομαι σε δίκη 3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ 4. αποφασίζω να αγωνιστώ 5. τελειώνω τον αγώνα …   Dictionary of Greek

  • διαγωνίζομαι — διαγωνίστηκα, παίρνω μέρος σε δοκιμασία για να πετύχω και να κερδίσω κάτι, διεκδικώ μαζί με άλλους τη νίκη: Την Κυριακή διαγωνίζομαι στο σκάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγωνίζεσθε — διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl διᾱγωνίζεσθε , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend pres ind mp 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνιζόμεθα — διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διᾱγωνιζόμεθα , διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend pres ind mp 1st pl διαγωνίζομαι contend imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend imperf ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνίσασθε — διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διαγωνίζομαι contend aor imperat mp 2nd pl διᾱγωνίσασθε , διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαγωνίζομαι contend aor ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνιζομένων — διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνιζόμενον — διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp masc acc sg διαγωνίζομαι contend pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνιούμενον — διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp masc acc sg (attic epic doric) διαγωνίζομαι contend fut part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωνισαμένων — διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp fem gen pl διαγωνίζομαι contend aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»