-
1 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
2 διαγράφω
μετ.1) вычёркивать, зачёркивать; исключать;διαγράφω από το κόμμα — исключать из партии;
2) описывать (круг, кривую);τό αεροπλάνο διέγραφε κύκλους самолёт делал круги; 3) начертить, изобразить на бумаге (линию, границу, дорогу и т. п.); 4) перен. набрасывать, κρέτκο излагать, обрисовывать в общих чертах -
3 διαγράφω
[диаграфо] р. вычерчивать, вычеркивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαγράφω
-
4 διαγράφω
[диаграфо] ρ вычерчивать, вычеркивать. -
5 κόμμα
τό1) партия;κομμουνιστικό κόμμα — коммунистическая партия;
σοσιαλιστικό (φιλελεύθερο, συντηρητικό) κόμμα — социалистическая (либеральная, консервативная) партия;
εργατικό κόμμα — а) рабочая партия; — б) лейбористская партия;
μπαίνω στο κόμμα — вступать в партию;
διαγράφω απ' το κόμμα — исключать из партии;
είμαι μέλος τού κόμματος быть членом партии;2) запятая -
6 κύκλος
ο1) круг; окружность;Πολικός κύκλος — Полярный круг;
διαγράφω κύκλο — описывать круг;
2) среда, круг;окружение;οι κυβερνητικοί κύκλοι — правительственные круги;
σε στενό κύκλο — в тесном кругу;
σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи;
3) общество, кружок;4) цикл; 5) серия;κύκλος ομιλιών (διαλέξεων) — серия бесед (лекций);
§ φαύλος κύκλος — заколдованный круг
-
7 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
См. также в других словарях:
διαγράφω — διαγράφω, διέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… … Dictionary of Greek
διαγράφω — διάγραφον neut nom/voc/acc dual διάγραφον neut gen sg (doric aeolic) διαγράφω mark out by lines pres subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφω — διέγραψα, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος 1. αποδίδω σχηματικά, σχεδιάζω: Πρέπει να διαγράψεις την πορεία σου στο χάρτη πριν ξεκινήσεις ένα τόσο μακρινό ταξίδι. 2. εκθέτω συνοπτικά: Στη συνέλευση διαγράφτηκε η μελλοντική πολιτική της εταιρείας μας. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγεγραμμένα — διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc pl διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc/acc dual διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφῃ — διαγράφω mark out by lines pres subj mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres ind mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψει — διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg (epic) διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψω — διαγράφω mark out by lines aor subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines aor ind mid 2nd sg (epic ionic) διαγράφω mark out by lines fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράψῃ — διαγράφω mark out by lines aor subj mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγεγραμμέναι — διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc pl διαγεγραμμένᾱͅ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγεγραμμένον — διαγράφω mark out by lines perf part mp masc acc sg διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)