Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διαγραμμίζω

См. также в других словарях:

  • διαγραμμίζω — (AM διαγραμμίζω) διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω αρχ. παίζω πεσσούς, ντάμα …   Dictionary of Greek

  • διαγραμμίζω — διαγράμμισα, διαγραμμίσθηκα, διαγραμμισμένος, χωρίζω με γραμμές για να διαιρέσω κάτι, χαρακώνω: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος, γιατί δεν έχουν διαγραμμίσει τις λωρίδες κυκλοφορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγραμμίζει — διαγραμμίζω divide by lines pres ind mp 2nd sg διαγραμμίζω divide by lines pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγραμμίζειν — διαγραμμίζω divide by lines pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»