Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διαγράφω

  • 41 крендель

    -я, πλθ. крендели κ. кренделя η γεν. -ей α.
    1. ψωμί σχήματος “Β” ή “8”.
    2. -ем
    επίρ.
    κουλουροειδώς.
    εκφρ.
    выделывать (ногами) -я – τρικλίζω, βαδίζοντας διαγράφω με τα πόδια οχτάρια (για μεθυσμένο).

    Большой русско-греческий словарь > крендель

  • 42 крестить

    крещу, крестишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крещённый, βρ: -щён, -щена, щено
    ρ.δ. μ.
    1. βαφτίζω, βαπτίζω•

    крестить младенца βαφτίζω το βρέφος.

    || δίνω, βγάζω το όνομα.
    2. σταυρώνω, κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον με το χέρι.
    3. σβήνω, διαγράφω, βάζω τελεία και παύλα.
    εκφρ.
    не детей крестить кому с кем – αυτοί μαζί τους δεν κουμπαριάζουν, δεν τα ταιριάζουν.
    1. βαφτίζομαι. || γίνομαι χριστιανός.
    2. κάνω το σταυρό (μου).

    Большой русско-греческий словарь > крестить

  • 43 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 44 марать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•

    марать репутацию δυσφημώ.

    2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•

    марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.

    εκφρ.
    марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•
    марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).
    1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.
    2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•

    марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•

    марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).

    3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > марать

  • 45 наметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, σκοπεύω, βάζω στο σημάδι. || σημειώνω, μαρκάρω. || προσδιορίζω.
    2. σκιαγραφώ, σχεδιάζω πρόχειρα, προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι.
    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημαδεύω, βάζω σημάδι διακριτικό.
    2. τρυπώνω (ράβω πρόχειρα).
    3. διαγράφω, περιγράφω. προσχεδιάζω.
    σημειώνομαι, σημαδεύομαι. || διαγράφομαι, καθορίζομαι προκαταρτικά.

    Большой русско-греческий словарь > наметить

  • 46 обвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвл, -ели, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведенный, βρ: -ден, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обведший κ. обведя
    ρ.σ.μ.
    1. περιφέρω•

    обвести гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω από το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου).

    || παρακάμπτω αποφεύγω (τον αντίπαλο).
    2. κινούμαι κυκλικά. || (για βλέμμα) περιφέρω.
    3. (για σχέδιο) περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα.
    4. περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω.
    5. περιχρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) απατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обвести

  • 47 описать

    опишу, опишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. описанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιγράφω, παρασταίνω, απεικονίζω•

    описать нравы и обычаи народа περιγράφω τα ήθη και έθιμα του λαού.

    2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου.
    3. καταγράφω.
    4. (μαθ.) περιγράφω.
    5. διαγράφω, σχηματίζω (για κίνηση).
    κάνω γραφικό λάθος.

    Большой русско-греческий словарь > описать

  • 48 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 49 открепить

    -шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открепленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    ξεστεριώνω αποσυνδέω, αποσυνάπτω• λύνω. || διαγράφω από το λογαριασμό, σβήνω.
    αποσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > открепить

  • 50 отметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδι•

    отметить нешшятное место в книге σημειώνω το ακατάληπτο σημείο στο βιβλίο•

    отметить на карте σημειώνω στο χάρτη.

    2. μτφ. παίρνω υπ όψη. || κάνω υπόμνηση, υπενθυμίζω, αναφέρω.
    3. προσέχω, διακρίνω, παρατηρώ. || ελέγχω την εγγραφή.
    4. γιορτάζω, εορτάζω.
    5. διαγράφω από τον κατάλογο (ως αναχωρήσαντα).
    1. σημειώνομαι (στον κατάλογο).
    2. διαγράφομαι (από τον κατάλογο των ενοικιαστών).

    Большой русско-греческий словарь > отметить

  • 51 отписать

    -ишу, -ишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. κατάσχεση• δήμευση (με βάση τον κατάλογο).
    2. αφήνω (καθορίζω) κληρονόμο διαθέτω.
    3. παλ. διαγράφω, σβήνω.
    4. απαντώ σε επιστολή• πληροφορώ γραπτώς.
    5. απογράφω,τελειώνω το γράψιμο.
    απαντώ τυπικά (για να ξεφορτωθώ κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отписать

  • 52 отчислить

    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, κρατώ από το λογαριασμό.
    2. διαγράφω, δε συμπεριλαβαίνω.
    διαγράφομαι, δε συμπεριλαβαίνομαι στον αριθμό μελών (οργάνωσης κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > отчислить

  • 53 очеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очркнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διαγράφω, περνώ γραμμές γύρω περιγράφω.
    2. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω.

    Большой русско-греческий словарь > очеркнуть

  • 54 очертить

    очерчу, очертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διαγράφω, περιγράφω.
    2. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ.
    3. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω.
    εκφρ.
    - я голову – όπου το βγάλει η άκρη, ή του ύψους ή του βάθους, ή τιμάρι ή τομάρι.

    Большой русско-греческий словарь > очертить

  • 55 перечеркать

    κ. перечркать
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечрканный, βρ: -кан, -а, -о
    διαγράφω, σβήνω (όλο, πολύ κ.τ.τ.)• всю рукопись он -ал όλο το χειρόγραφο αυτός το γέμισε σβησίματα.

    Большой русско-греческий словарь > перечеркать

  • 56 перечеркнуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    διαγράφω, σβήνω, περνώ γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > перечеркнуть

  • 57 петлять

    -яго, -яешь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω τρικλίζοντας, διαγράφω οχτάρια, παραπαίω.
    2. μτφ. μιλώ με περιστροφές.

    Большой русско-греческий словарь > петлять

  • 58 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 59 списать

    ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω•

    списать текст рукописи αντιγράφω το κείμενο του χειρόγραφου•

    -сочинение у одноклассика αντιγράφω έκθεση ιδεών από το συμμαθητή.

    2. (φιλγ.) δανείζομαι, παίρνω από κάποιον.
    3. διαγράφω, σβήνω, ξεγράφφω, απαλείφω•

    списать со счта σβήνω από το λογαριασμό.

    4. (ναυτ.) απολύω από το πλήρωμα του πλοίου.
    1. αλληλογραφώ, αποκτώ σύνδεση με αλληλογραφία.
    2. (ναυτ.) απολύομαι• διαγράφομαι από το πλήρωμα του πλοίου.

    Большой русско-греческий словарь > списать

  • 60 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

См. также в других словарях:

  • διαγράφω — διαγράφω, διέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… …   Dictionary of Greek

  • διαγράφω — διάγραφον neut nom/voc/acc dual διάγραφον neut gen sg (doric aeolic) διαγράφω mark out by lines pres subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράφω — διέγραψα, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος 1. αποδίδω σχηματικά, σχεδιάζω: Πρέπει να διαγράψεις την πορεία σου στο χάρτη πριν ξεκινήσεις ένα τόσο μακρινό ταξίδι. 2. εκθέτω συνοπτικά: Στη συνέλευση διαγράφτηκε η μελλοντική πολιτική της εταιρείας μας. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγεγραμμένα — διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc pl διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc/acc dual διαγεγραμμένᾱ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράφῃ — διαγράφω mark out by lines pres subj mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres ind mp 2nd sg διαγράφω mark out by lines pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράψει — διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg (epic) διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράψω — διαγράφω mark out by lines aor subj act 1st sg διαγράφω mark out by lines aor ind mid 2nd sg (epic ionic) διαγράφω mark out by lines fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράψῃ — διαγράφω mark out by lines aor subj mid 2nd sg διαγράφω mark out by lines aor subj act 3rd sg διαγράφω mark out by lines fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγεγραμμέναι — διαγράφω mark out by lines perf part mp fem nom/voc pl διαγεγραμμένᾱͅ , διαγράφω mark out by lines perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγεγραμμένον — διαγράφω mark out by lines perf part mp masc acc sg διαγράφω mark out by lines perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»