-
1 διαγνωστεον
adj. verb. к διαγιγνώσκω См. διαγιγνωσκω
См. также в других словарях:
διαγνωστέον — one must distinguish masc acc sg διαγνωστέον one must distinguish neut nom/voc/acc sg διαγνωστέος masc/fem acc sg διαγνωστέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)