-
1 διαγκυλιζομαι
διαγκυλίζομαι, διαγκῠλόομαι -
2 διαγκυλεομαι
-
3 διαγκυλοομαι...
διαγκυλόομαι...διαγκυλίζομαι, διαγκῠλόομαι
См. также в других словарях:
διαγκυλίζομαι — (Α) (μτχ. παρακμ.) διηγκυλισμένος βλ. διαγκυλούμαι (Ι) … Dictionary of Greek
διηγκυλισμένους — διαγκυλίζομαι perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηγκυλίσθαι — διαγκυλίζομαι perf inf mp (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)