Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαγινώσκω

См. также в других словарях:

  • διαγινώσκω — διαγιγνώσκω know one from the other pres subj act 1st sg (ionic) διαγιγνώσκω know one from the other pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»