Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαβάθρα

См. также в других словарях:

  • διαβάθρα — διαβάθρᾱ , διαβάθρα ladder fem nom/voc/acc dual διαβάθρᾱ , διαβάθρα ladder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθρᾳ — διαβάθραι , διαβάθρα ladder fem nom/voc pl διαβάθρᾱͅ , διαβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθρα — η (Α διαβάθρα) σανίδα ή σκάλα επικοινωνίας πλοίου με την ξηρά …   Dictionary of Greek

  • διαβάθρα — η σανίδα ή πρόχειρη σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβαθρα — διάβαθρον slipper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθρας — διαβάθρᾱς , διαβάθρα ladder fem acc pl διαβάθρᾱς , διαβάθρα ladder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθραι — διαβάθρα ladder fem nom/voc pl διαβάθρᾱͅ , διαβάθρα ladder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθραν — διαβάθρᾱν , διαβάθρα ladder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαθρῶν — διαβάθρα ladder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθραις — διαβάθρα ladder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάθρῃ — διαβάθρα ladder fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»