Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαβόητος

См. также в других словарях:

  • διαβόητος — noised abroad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόητος — η, ο [διαβοώ] (AM διαβόητος, η, ο) νεοελλ. (με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα τού ηθικού ή κοινωνικού βίου αρχ. μσν. περιβόητος, ξακουστός …   Dictionary of Greek

  • διαβόητος — η, ο αυτός που είναι γνωστός σε όλους για λόγο άσχημο ή κακό: Στα ολιγαρχικά καθεστώτα οι αντιφρονούντες προβάλλονται ως διαβόητοι κακοποιοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβοητότερον — διαβόητος noised abroad adverbial comp διαβόητος noised abroad masc acc comp sg διαβόητος noised abroad neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτως — διαβόητος noised abroad adverbial διαβόητος noised abroad masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόητον — διαβόητος noised abroad masc/fem acc sg διαβόητος noised abroad neut nom/voc/acc sg διαβοάω proclaim pres imperat act 2nd dual διαβοάω proclaim pres ind act 3rd dual διαβοάω proclaim pres ind act 2nd dual διαβοάω proclaim pres imperat act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτοις — διαβόητος noised abroad masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτου — διαβόητος noised abroad masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτους — διαβόητος noised abroad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτων — διαβόητος noised abroad masc/fem/neut gen pl διαβοάω proclaim pres imperat act 3rd pl (doric) διαβοάω proclaim pres imperat act 3rd dual (doric) διαβοάω proclaim pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) διαβοάω proclaim pres imperat act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβοήτῳ — διαβόητος noised abroad masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»